- ψεκαστήρας
- 1) atomiseur2) vaporisateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ψεκαστήρας — ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν 1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων 2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής 3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για… … Dictionary of Greek
ψεκαστήρας — ο συσκευή με την οποία οι γεωργοί ραντίζουν τα δέντρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμιστήρας — ο ψεκαστήρας στον οποίο χρησιμοποιείται ατμός υπό πίεση … Dictionary of Greek
εισπνοοθεραπεία — Χορήγηση φαρμάκων με τη χρήση ειδικής συσκευής, μέσω της οποίας αυτά ψεκάζονται μέσα στις αεροφόρους οδούς, σε μορφή αιωρούμενων μορίων μεγέθους χιλιοστού του χιλιοστομέτρου. Έτσι, κατά την εισπνοή το φάρμακο μπορεί να φτάσει και στα πιο λεπτά… … Dictionary of Greek
ελαιοψεκαστήρας — ο ψεκαστήρας με αντλία που ψεκάζει λιπαντικό έλαιο σε διάφορα λεπτά σημεία τών μηχανών με σκοπό τον καθαρισμό ή τη λίπανσή τους … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek